Πέθανε σε ηλικία 70 ετών ο παλαίμαχος τερματοφύλακας Νίκος Σαργκάνης. Το θρυλικό «Φάντομ» των ελληνικών γηπέδων άφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της Κυριακής σε νοσοκομείο των Αθηνών, όπου νοσηλεύονταν έπειτα από ραγδαία επιδείνωση της υγείας του.
Την είδηση μετέδωσε η εκπομπή «Καλημέρα» του ΣΚΑΙ. Όπως έγινε γνωστό χθες, βρισκόταν σε κώμα σε νοσοκομείο των Αθηνών, ενώ έπασχε από καρκίνο.
Ο Νίκος Σαργκάνης γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1954 στη Ραφήνα και διέπρεψε κατά τη δεκαετία του ’80 αγωνιζόμενος κυρίως στον Ολυμπιακό, στον Παναθηναϊκό, ενώ είχε 58 συμμετοχές στην εθνική Ελλάδας.
Εκτός από την καλή του απόδοση κάτω από τα δοκάρια, είχε ειδικευτεί στις εκτελέσεις πέναλτι, σημειώνοντας αρκετά γκολ. Είχε το προσωνύμιο «φάντομ», το οποίο του προσέδωσαν οι Δανοί μετά την καταπληκτική εμφάνισή του σε αγώνα της Εθνικής Ελλάδας για τα προκριματικά του παγκοσμίου Κυπέλλου το 1980.
Σε παλαιότερη συνέντευξη του είχε πει:
Γεννήθηκα το 1954, στη Ράφηνα. Συνέχεια παίζαμε, εκεί. Δεν είχαμε τα παιχνίδια που υπάρχουν σήμερα. Είχαμε το κρυφτό, το κυνηγητό, το παιχνίδι στην αλάνα.
Μεταφέραμε την Εθνική ομάδα στην αλάνα. Δηλαδή, παίρναμε τα ονόματα των ποδοσφαιριστών της Εθνικής. Εγώ ήμουν ο “Θεοδωρίδης”.
Κι εμένα μού άρεσε ο Σάββας Θεοδωρίδης που ήταν και παίχτης της ομάδας μου του Ολυμπιακού. Η επιλογή μου να γίνω τερματοφύλακας δεν σχετίστηκε με τη σκέψη ότι είμαι ταλέντο σε αυτή τη θέση.
Είχα την όρεξη, τη θέληση, τη διάθεση να δουλέψω πολύ. Χωρίς δουλειά δεν μπορείς να επιτύχεις κάτι και γι’ αυτό έδωσα την ψυχή και το σώμα μου σε αυτό που έκανα.
Φύγαμε με την οικογένειά μου από τη Ραφήνα και ήρθαμε στα Ιλίσια. Και εκεί είχαμε αλάνες, ανάμεσα στα δέντρα. Παίζαμε και το ευχαριστιόμασταν.
Η καριέρα
Ο θρυλικός τερματοφύλακας, Νίκος Σαργκάνης αναδείχθηκε από τον Ηλυσιακό, στον οποίο εντάχθηκε το 1966 στην ηλικία των 12 ετών και το 1969 στην ηλικία των 15 ετών έκανε το ντεμπούτο του στην ανδρική ομάδα, όπου αγωνίστηκε χωρίς να έχει αναπληρωματικό τερματοφύλακα.
Αρχικά αγωνιζόταν στη θέση του επιθετικού και άρχισε να αγωνίζεται ως τερματοφύλακας έπειτα από υπόδειξη και επιμονή του παλιού διεθνή τερματοφύλακα Χρήστου Ρίμπα, όταν ο βασικός τερματοφύλακας της ομάδας κρίθηκε ανεπαρκής. Στον Ηλυσιακό είχε μια εξαιρετική πορεία στο πρωτάθλημα Β΄ Εθνικής, όταν σημείωσε ένα μεγάλο σερί αγώνων χωρίς να δεχτεί γκολ.
Το 1977 πήγε στην Καστοριά, με την οποία έκανε ντεμπούτο στην Α΄ Εθνική στις 11/9/1977. Πραγματοποίησε καταπληκτικές εμφανίσεις, με αποκορύφωμα την εκπληκτική πορεία της ομάδας στο κύπελλο Ελλάδας της περιόδου 1979-80, το οποίο κατέκτησε νικώντας με 5-2 τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης.
Επόμενος σταθμός στην καριέρα του ήταν ο Ολυμπιακός, ενώ παράλληλα κλήθηκε στην εθνική ομάδα. Με τον Ολυμπιακό κατέκτησε τρία πρωταθλήματα (1980-81, 1981-82, 1982-83) και ένα κύπελλο Ελλάδας (1980-81).
Το 1985 πήρε μεταγραφή στον μεγάλο αντίπαλο της ομάδας του Πειραιά, τον Παναθηναϊκό, όπου αγωνίστηκε για πέντε περιόδους, κατακτώντας δύο ακόμη πρωταθλήματα (1985-86, 1989-90) και τρία κύπελλα Ελλάδας (1985-86, 1987-88, 1988-89). Στον τελικό του 1988, ο οποίος κρίθηκε στα πέναλτι, ο Νίκος Σαργκάνης υπήρξε ο μεγάλος πρωταγωνιστής καθώς εκτέλεσε εύστοχα ένα πέναλτι και απέκρουσε δύο, οδηγώντας τον Παναθηναϊκό στην κατάκτησή του.
Το 1990 μεταγράφηκε στον Αθηναϊκό, στον οποίο είχε άλλη μια επιτυχημένη παρουσία, καθώς τερμάτισε στην 6η θέση στο πρωτάθλημα και έφτασε ως τον τελικό του κυπέλλου Ελλάδας (1990-91), για πρώτη φορά στην ιστορία του συλλόγου. Είναι ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει αγωνιστεί σε τελικό του κυπέλλου Ελλάδας με τέσσερις διαφορετικούς συλλόγους και ο πρώτος που το κατέκτησε με τρεις διαφορετικές ομάδες.
Ως φιναλίστ ο Αθηναϊκός κέρδισε την έξοδο στο κύπελλο Κυπελλούχων της επόμενης περιόδου (1991-92), όπου κληρώθηκε με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Στους δύο αγώνες ο Νίκος Σαργκάνης ήταν πρωταγωνιστής και με τις καταπληκτικές του αποκρούσεις, ειδικά στον επαναληπτικό του Ολντ Τράφορντ, κράτησε την εστία του ανέπαφη. Οι δύο αγώνες έληξαν με 0-0 και ο δεύτερος αγώνας οδηγήθηκε στην παράταση, όπου τελικά “λύγισε” με 0-2.
Ο Νίκος Σαργκάνης υπερασπίστηκε την εστία της Εθνικής Ομάδας ποδοσφαίρου συνολικά 58 φορές από το 1980 έως και το 1991.
Ειδικότερα, στην Εθνική Ελλάδας κλήθηκε πρώτη φορά το φθινόπωρο του 1980. Έκανε εντυπωσιακό ντεμπούτο στις 15 Οκτωβρίου 1980 στην εκτός έδρας νίκη με 1-0 επί της Δανίας για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1982. Οι εκπληκτικές του αποκρούσεις, με κορυφαία μια αστραπιαία αντίδρασή του σε σουτ βολέ του περίφημου Άλαν Σίμονσεν από πολύ κοντά, συνέβαλαν στη νίκη της ομάδας του και ανάγκασαν τους Δανούς δημοσιογράφους να τον αποκαλέσουν «φάντομ», παρατσούκλι που του έμεινε έως το τέλος της καριέρας του.