Συνεχίστηκε η ισχυρότερη της Ευρωζώνης μεγέθυνση του ΑΕΠ της Ελλάδος στην διάρκεια του γ’ τριμήνου του 2024. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το εθνικό προϊόν της χώρας είναι κατά 2,43% υψηλότερο του 2023 και κατά 0,28% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Η ιδιωτική κατανάλωση η οποία αποτελεί το 70,2% του συνολικού ΑΕΠ, στήριξε σημαντικά την ανάπτυξη και μεγεθύνθηκε σε ετήσια βάση κατά 2,06% και σε τριμηνιαία βάση κατά 0,1%.
Η δημόσια δαπάνη με συνεισφορά 19,3% στο ΑΕΠ, μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά 1,4%.
Οι συνολικές επενδύσεις οι οποίες απαρτίζουν το 15,8% του ΑΕΠ αυξήθηκαν κατά 0,25% στο έτος.
Οι επενδύσεις στον παραδοσιακό στυλοβάτη του ΑΕΠ, τις κατοικίες (2,2% μερίδιο στο ΑΕΠ), παρουσίασε ετήσια καθίζηση κατά 8,4%.
Το ιστορικά χωλαίνον συστατικό της ελληνικής οικονομίας, ο υποτομέας των επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό κινήθηκε με ετήσια αυξητική μεταβολή κατά 2,5%.
Επιδείνωση σημειώθηκε στην χρονίζουσα δομική αδυναμία του εμπορικού ελλείμματος. Σε 12μηνη βάση οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 0,1% και οι εισαγωγές κατά 3,5%, με αποτέλεσμα ο λογαριασμός του καθαρού υπολοίπου εξαγωγών εισαγωγών, να αφαιρεί από το συνολικό ΑΕΠ το 9,2% της αξίας του, σε σύγκριση με το 9,1% του προηγούμενου τριμήνου.
Σε ιστορικό πλαίσιο και πάντα σε πραγματικές τιμές το ΑΕΠ της χώρας αντιστοιχεί στο επίπεδο του Σεπτεμβρίου του 2003. Σε σχέση δε με το υψηλό των 238,5 δις Ευρώ του Μαρτίου του 2008, το συνολικό εθνικό προϊόν υπολείπεται ακόμη κατά 16,1%.
Σύμφωνα με τον πιστοποιημένο διαχειριστή κεφαλαίων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και κάτοχο μεταπτυχιακού διπλώματος από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Αλέξανδρο Νικολόπουλο παρά τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης συγκριτικά με την Ευρωζώνη, η ελληνική οικονομία καλείται να αντιμετωπίσει τις συμπληγάδες του πληθωρισμού στο υπόλοιπο του 2025. Ιδιαίτερες ανησυχίες εγείρονται από το πολύ υψηλό ποσοστό συμμετοχής της κατανάλωσης στην τελική διαμόρφωση του ΑΕΠ (Ιδιωτική 70,2% και Δημόσια 19,3%).
Σχετικά με τις πάγιες επενδύσεις, η σύγκριση με την Ευρωζώνη είναι ακόμη απογοητευτική. Η συνεισφορά τους στο ελληνικό εθνικό προϊόν, με την συμπερίληψη των ενισχύσεων στα πλαίσια του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, ανάγεται στο 15,8%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη ανέρχεται στο 22%.
Η συνθήκη της υψηλής κατανάλωσης και χαμηλής παραγωγικής βάσης αποτυπώνεται στην πάγια αιμορραγία από τον λογαριασμό των καθαρών εξαγωγών. Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί εγχωρίως να παράγει προϊόντα και να παρέχει υπηρεσίες προκειμένου να υποκαταστήσει τις αντίστοιχες εισαγωγές της.
Συγκεκριμένα και πάντα σύμφωνα με τον κ. Νικολόπουλο (φωτό) της επενδυτικής εταιρείας HellasFin, η ενεργή συμμετοχή της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας μπορεί να επιτευχθεί μέσω της παραγωγής και εμπορίας καινοτόμων και ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών, πεδίο στο οποίο ακόμη υστερεί σημαντικά. Η δυναμική συνιστώσα της ελληνικής οικονομίας, η τουριστική βιομηχανία δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκές μοντέλο διατηρήσιμης ανάπτυξης των επόμενων δεκαετιών.
Η οικονομική κρίση του 2009 ήταν κυρίως αποτέλεσμα των δίδυμων ελλειμμάτων. Δημοσιονομικό έλλειμμα δεν υφίσταται πλέον. Υφίσταται όμως σημαντικό αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο.
Απαιτείται έμφαση στην προσέλκυση επενδύσεων και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.