Η εμβληματική Βίλα Λεβίδη, ο θρυλικός πύργος με τα 70 δωμάτια στην Παλλήνη, δε θυμίζει πλέον σε τίποτα την αίγλη και την πολυτέλεια που είχε το επιβλητικό οίκημα στον καταπράσινο, πευκόφυτο λόφο. Πρόκειται, για ένα κτίσμα, που κρύβει μια ιδιόρρυθμη γοητεία και μια στεναχώρια που σαγηνεύει πολλούς, καθώς η ανεξιχνίαστη αιφνίδια καταστροφή του, οι σατανιστικές τελετές, οι βασανισμοί των αντιστασιακών, οι αστικοί μύθοι και οι διάφορες θεωρίες που συνοδεύουν τη φήμη του, έχουν κοινό παρονομαστή το μυστήριο.
Ένα εντυπωσιακό κτίσμα, ανεκτίμητης αρχιτεκτονικής αξίας, που χτίστηκε το 1935, με την αρχιτεκτονική υπογραφή του κορυφαίου αρχιτέκτονα της εποχής, Κωνσταντίνου Σακελλάριου. Η βίλα, από την οποία πλέον έχει παραμείνει μόνο ο σκελετός, «πρωταγωνίστησε» σε πολλές ταινίες της FinosFilms, φιλοξένησε μεγάλους πρωταγωνιστές, όπως την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, καθώς επίσης και πολλά από τα κοσμικά πάρτι της Αθήνας του ’50 και του ’60.
Θεωρείται από τα «θαύματα της εποχής». Διέθετε 70 δωμάτια, τα ταβάνια είχαν επένδυση από άχυρο, ενώ παντού είχε χρησιμοποιηθεί πεντελικό μάρμαρο. Το έμβλημα της βίλας Λεβίδη είναι ο πύργος που βρίσκεται πριν εισέλθεις σε αυτή, που μάλιστα προϋπήρχε του σπιτιού στον λόφο. Μία ακόμη λεπτομέρεια που έκανε μεγάλη εντύπωση στους επισκέπτες ήταν το επιβλητικό και ασυνήθιστα μεγάλο «σπιτάκι» του σκύλου.
Ένα χρόνο μετά τη κατασκευή του εντυπωσιακού κτιρίου, για λόγους που δεν έχουν γίνει γνωστοί και υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, ο τέως βασιλιάς Παύλος το μεταβιβάζει στον αυλάρχη του στα ανάκτορα Τατοΐου, απόστρατο αντισυνταγματάρχη και πρόεδρο της ελληνικής βουλής Δημήτρη Λεβίδη, ο οποίος εγκαθίσταται στην έπαυλη του λόφου, μαζί με την οικογένειά του μέχρι το 1963 όπου και πεθαίνει.
Ο θάνατος του Λεβίδη είχε σοβαρό αντίκτυπο στην οικογένεια, καθώς η βίλα είχε μετατραπεί σε οικονομική πληγή και τα οικονομικά προβλήματα «έπνιγαν» τη σύζυγό του. Μάλιστα, υπάρχουν φήμες που θέλουν τη σύζυγο, Τούλα Μπότση, πρώην Σταρ Ελλάς, και αδερφή του εκδότη των εφημερίδων «Ακρόπολις» και «Απογευματινή», Νάσου Μπότση (με τον οποίο η Αλίκη Βουγιουκλάκη είχε συνάψει δεσμό στον παρελθόν), να έχει χάσει στα χαρτιά το σπίτι ή μέρος αυτού.
Υπό αυτές τις συνθήκες,λοιπόν, η κοσμική Αθηναία, Τούλα Μπότση αποφασίζει να εκμεταλλευτεί την απαράμιλλη ομορφιά του σπιτιού και ξεκινά να μισθώνει τον χώρο σε εταιρείες παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών ως στούντιο γυρισμάτων, προκειμένου να καλυφθούν τα βασικά έξοδα της οικογενείας.
Η χρυσή εποχή της FinosFilms, κάμερες, σκηνοθέτες και λατρεμένοι ηθοποιοί στη Βίλα Λεβίδη
Κάπως έτσι ξεκινά η σύνδεση της βίλας Λεβίδη με τη χρυσή περίοδο του ελληνικού κινηματογράφου και κάποιες από τις σπουδαιότερες ταινίες της FinosFilms. Οι επιβλητικές καμάρες της εισόδου είναι αρκετά χαρακτηριστική εικόνα από ταινίες που όλοι έχουμε δει, όπως «Το λεβεντόπαιδο», «Δικτάτωρ καλεί Θανάση», «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη». Η «Αρχόντισσα και ο αλήτης», το 1968, ήταν όμως αυτή που ξεχώρισε. Είχε τεράστια εισπρακτική επιτυχία και η βίλα προβλήθηκε όσο ποτέ, εντυπωσιάζοντας τους θεατές.
Η παρακμή της βίλας έφτασε στο ζενίθ της, το 1990, όταν η Τούλα Μπότση πεθαίνει και ο γιος της, ως μοναδικός κληρονόμος, αποφασίζει να πουλήσει τη βίλα σε Έλληνες επιχειρηματίες, των οποίων η ταυτότητα δεν έχει γίνει γνωστή. Ανήμερα της υπογραφής των συμβολαίων της μεταβίβασης συμβαίνει κάτι αναπάντεχο.
Για λόγους που δεν εξιχνιάστηκαν και με δράστες που δεν έφτασαν ενώπιον του δικαστή, η βίλα Λεβίδη καταστρέφεται ολοσχερώς. Σήμερα, ο γιος, ζει μακριά από την Αθήνα. Μέρος της έκτασης έμεινε στην οικογένεια Κάργα, καθώς το 1948 είχε εγκατασταθεί στο κτήμα, σε ξεχωριστό κτίσμα ο υπενωμοτάρχης της τότε χωροφυλακής, Θεόδωρος Κάργας, ως υπεύθυνος ασφαλείας, ενώ κάποια στρέμματα πήρε στην κατοχή του το μετοχικό ταμείο Πολεμικής Αεροπορίας.
Εγκατάλειψη, βανδαλισμοί και τελετές μαύρης μαγείας
Μέχρι σήμερα, τη βίλα, την επισκέπτονται καθημερινά άνθρωποι που θέλουν να «ταξιδέψουν» πίσω στο χρόνο, να δουν από κοντά το διάσημο αυτό σπίτι και να το εξερευνήσουν. Την πισίνα, τις κάμαρες, την περιστροφική σκάλα, τα μικρά μονοπάτια ανάμεσα στα πεύκα και τα κυπαρίσσια, όπως έχουν απαθανατιστεί από τον κινηματογραφικό φακό. Οι βανδαλισμοί όμως, δεν έχουν αφήσει σχεδόν τίποτα όρθιο, καθώς πολλοί πήγαιναν εκεί για να βρουν κρυμμένους θησαυρούς, έσπαγαν και έσκαβαν τους τοίχους, ξήλωναν μέχρι και καλώδια για να τα πουλήσουν. Το μόνο που μπορεί να δει κανείς σήμερα είναι ο ξεχαρβαλωμένος σκελετός του οικοδομήματος, μπάζα, τρύπιοι τοίχοι και πολλά σκουπίδια από τους κατά καιρούς περιπλανώμενους που επισκέπτονται το σημείο, για να απολαύσουν την απαράμιλλη θέα.
Η βίλα είναι σχεδόν σε όλες τις φάσεις τις ιστορίας της καλυμμένη με ένα πέπλο μυστηρίου.
Μία από τις ιστορίες, η οποία φυσικά παραμένει ανεπιβεβαίωτη, θέλει το σπίτι να έχει χρησιμοποιηθεί την περίοδο της κατοχής για απάνθρωπα βασανιστήρια. Την περίοδο της κατεχόμενη Αθήνας λέγεται ότι Γερμανοί συνέλαβαν 150 αντιστασιακούς και μαζί με άλλους 50 ήδη φυλακισμένους ανέβηκαν στον λόφο.
Τα βασανιστήρια που ακολούθησαν ήταν φρικτά και σκόρπισαν τον θάνατο στους άτυχους συλληφθέντες. Οι τραγικές αναφορές κάνουν λόγο για απάνθρωπες τακτικές βασανιστηρίων και διαμελισμούς σωμάτων. Μία από αυτές θέλει τους Γερμανούς να έδεναν το ένα πόδι των κρατουμένων σε ένα δέντρο και το άλλο σε μία μηχανή, η οποία απομακρύνονταν μέχρι να επέλθει ο φρικαλέος διαμελισμός του σώματος. Μάλιστα, υπήρχαν πληροφορίες ότι τα άψυχα σώματα των βασανισμένων αντιστασιακών θάφτηκαν στην ανατολική πλευρά του λόφου, χωρίς όμως ποτέ να έχει βρεθεί κάποια απόδειξη.
Φημολογείται ότι ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ομάδες σατανιστών που χρησιμοποιούσαν τον χώρο για τις τελετές τους. Μάλιστα πολλά ευρήματα στους τοίχους φανερώνουν τη σύνδεση της βίλας με σατανιστικές οργανώσεις, χωρίς όμως να υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία. Ως ίχνη κάποιας τελετής υπάρχει η λέξη «RAHMA» – ΡΑΧΜΑ η οποία σημαίνει μια ονομασία του «Θεού στην Ισλαμική παράδοση (Αυτός που ακούει).
Σήμερα, το μέλλον τη βίλας είναι αβέβαιο, καθώς οι κάτοικοι της Παλλήνης, διεκδικούν μέσω ψηφίσματος την απόκτηση των κτισμάτων και των μη δασικών εκτάσεων από το Δήμο Παλλήνης, με σκοπό την ανακατασκευή της βίλας και τη μετατροπή της σε χώρο πολιτισμού. Πολλοί ενδιαφέρθηκαν να αγοράσουν τη βίλα, με μεγαλύτερη προσφορά αυτή του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος προσέφερε 8 εκατομμύρια ευρώ, για να αγοράσει το κτήμα και να στεγάσει εκεί το ίδρυμα Άννα – Μαρία, καθώς – σύμφωνα με όσα φημολογούνται στην περιοχή – είχε περάσει στο αρχοντικό μεγάλο μέρος των παιδικών του χρόνων.
Αυτό που μένει σήμερα, είναι μια βίλα «φάντασμα», η αποκαρδιωτική εικόνα ενός πάλαι ποτέ έργου τέχνης, που εγκαταλείφθηκε, καταληστεύτηκε και καταστράφηκε σε τέτοιο βαθμό, που δύσκολα αναγνωρίζεται αν συγκριθεί με τα πλάνα των ελληνικών ταινιών που γυρίστηκαν εκεί.