Οι παλιοί σίγουρα θα θυμούνται τις δύο ταβέρνες στο Μαρκόπουλο που είχαν γίνει σημείο αναφοράς σε όλα τα Μεσόγεια. Η ταβέρνα του Ρεμπούσκου και η “Αλάσκα” συγκέντρωνε κάθε βράδυ ντόπιους και περαστικούς που ήθελαν να πιούν ένα ποτήρι κρασί με ένα καλό μεζέ…
Φημισμένα τα Μεσόγεια για τους αμπελώνες και το καλό κρασί, μπορούσαν να έλειπαν οι ταβέρνες; Ντανιαρισμένα στο πατάρι τα βαρέλια, παραταγμένες οι μισές και τα κατοσταράκια, έτοιμοι οι πρόχειροι μεζέδες. Ο ταβερνιάρης συνήθως προβάλει στην πόρτα με φουσκωτή κοιλιά και καρό μακριά ποδιά.
Στην πελατεία ντόπιοι, αλλά και περαστικοί από τα Μεσόγεια παρασύρονται από την τσίκνα και μπαίνουν στην ταβέρνα. Οι Μαρκοπουλιώτες και στενοχωρημένοι να έμπαιναν στην ταβέρνα του Ρεμπούσκου έβγαιναν χαρούμενοι, αισιόδοξοι ξέγνοιαστοι. Σήμερα είναι η μόνη ταβέρνα, που συνεχίζουν οι κληρονόμοι την παράδοση, με καλούς μεζέδες και γνήσια ρετσίνα.
Τα φαρμάκια από την κακή σοδιά, την ανομβρία, το χαλάζι, το φέσι του εμπόρου που πήρε το μούστο, όλα πήγαιναν κάτω με την κεχριμπαρένια.
Η «Αλάσκα» των αδελφών Σουρμπάτη (όπου η alpha bank) ήταν η άλλη ταβέρνα που ενταφίαζε τις έγνοιες, τους καημούς από παλιές αγάπες, από όνειρα που χάθηκαν, όλα στη λήθη που έφερνε η Μεσογείτικη ρετσίνα. Και αν δεν είχες χρήματα για να μπεις στον οίκο του οινοπνεύματος, πάντα κάποιος καλούσε το φίλο που περνούσε απ’ έξω να τον κεράσει.
Η ρετσίνα έφερνε ευθυμία και κατέληγε η παρέα να τραγουδάει κάποιο σουξέ της εποχής. Όλα αυτά αφορούσαν βέβαια τους άνδρες, αφού οι γυναίκες έμεναν σπίτι με τα παιδιά και τους γέροντες γονείς.
Έτσι ήταν τα πράγματα στο Μαρκόπουλο πριν 60 χρόνια, οι γυναίκες έβγαιναν με τους άνδρες τους συνήθως στο πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου ή πήγαιναν με τις σούστες στη Πεντέλη τον δεκαπενταύγουστο και σε άλλα γειτονικά ξωκλήσια που γιόρταζαν.
Σοφία Γκλιάτη-Χασιώτη
Φωτό: Θεοφανώ Σκοπελίτου